- συνέπραξα
- συμπράσσωjoinaor ind act 1st sgσυνέπρᾱξα , συμπράσσωjoinaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπράττω — συνέπραξα, συνεργάζομαι, κάνω κάτι μαζί με άλλον: Τα κόμματα έχουν καθήκον να συμπράξουν στις εκλογές. – Για το σχηματισμό της αντίληψης συμπράττουν αίσθηση, μνήμη και κρίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπράττω — συμπράττω, συνέπραξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής